Στερεότυπα.
«Τα στερεότυπα έχουν οριστεί ως η προκατειλημμένη στάση ενός ατόμου ή μιας ομάδας που γενικεύεται σε ολόκληρο έθνος, φυλή ή θρησκεία.
Είναι ουσιαστικά υπεραπλουστεύσεις γεγονότων, όπου παραβλέπονται οι ατομικές διαφορές με αποτέλεσμα να αποδίδονται χαρακτηριστικά σε κάποιο μέλος μιας ομάδας που στην πραγματικότητα μπορεί και να μην έχει (Lum, 1992). Ο Axelson (1985) αναφέρει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά των στερεoτύπων: α) τα στερεότυπα είναι «διεισδυτικά».
Αυτό σημαίνει, ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του, προσωπικές «θεωρίες» σχετικά με τα χαρακτηριστικά των άλλων, β) τα στερεότυπα που έχει ένα άτομο είναι πολύ συχνά αρνητικά, όταν αφορούν σε άτομα ή ομάδες που τα θεωρεί διαφορετικά από το ίδιο ή την ομάδα στην οποία ανήκει και γ) τα στερεότυπα εμποδίζουν την ικανότητα για ακριβείς αξιολογήσεις, με αποτέλεσμα την ύπαρξη παρερμηνεύσεων και παρανοήσεων.
Συνήθως, ένας άνθρωπος που έχει γίνει αντικείμενο στερεοτυπικών αντιλήψεων και προκαταλήψεων βρίσκεται στη δύσκολη και καταπιεστική θέση να έχει δύο κοινωνικές ταυτότητες: α) την πιθανή κοινωνική ταυτότητα, δηλαδή αυτό που έχουν καθορίσει οι άλλοι για αυτόν και β) την πραγματική ταυτότητα, δηλαδή αυτή που βιώνει ο ίδιος.
Όσο μεγαλύτερο γίνεται το χάσμα μεταξύ των δύο ταυτοτήτων, τόσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική καταπίεση που υφίσταται αυτός ο άνθρωπος και τόσο περισσότερο παρεμποδίζεται η επιτυχής και ομαλή προσαρμογή του (Αζίζι- Καλαντζή, Ζώνιου-Σιδέρη & Βλάχου, 1996).
Τα παιδιά, ήδη από την προσχολική ηλικία, διαμορφώνουν συγκεκριμένες συμπεριφορές προς τα άτομα της δικής τους εθνικής ομάδας και αυτά των άλλων λαών και υιοθετούν από πολύ νωρίς αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις.
Η προκατάληψη μαθαίνεται από τα μικρά παιδιά με το να ακούν τι λένε και να βλέπουν τι κάνουν οι γονείς τους, οι φίλοι τους και οι συμμαθητές τους και επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις φυλετικές στάσεις και προκαταλήψεις που επικρατούν στον κοινωνικό περίγυρο, μέσα στον οποίο μεγαλώνουν.
Αυτό συνιστά μια ιδιαίτερη κατάσταση, ιδίως για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο τα τελευταία χρόνια υφίσταται σημαντικές αλλαγές και καλείται να εντάξει στην κοινότητά του διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες.
Η συνειδητοποίηση των προσωπικών αντιλήψεων και των προσωπικών στερεοτύπων, προκαταλήψεων και άδικων ή λανθασμένων στάσεων και πεποιθήσεων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την καλύτερη κατανόηση, επικοινωνία και προσέγγιση των ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς (Norwood & Saldana, 1998).
Ειδικότερα, στο σχολικό πλαίσιο η συνειδητοποίηση από τους εκπαιδευτικούς των προσωπικών τους προκαταλήψεων απέναντι στη διαφορετική πολιτισμική ομάδα είναι δυνατό να συμβάλλει στην αλλαγή του κλίματος στην τάξη και στην καλύτερη προσαρμογή των αλλοδαπών και παλιννοστούντων μαθητών» ( Χατζηχρήστου, 2009).
Προκατάληψη.
« Η προκατάληψη ορίζεται ως μια αρνητική στάση απέναντι στα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, στάση η οποία βασίζεται αποκλειστικά στη συμμετοχή τους στην ομάδα αυτή. Δηλαδή, κάποιος που είναι προκατειλημμένος απέναντι σε μια ομάδα τείνει να αξιολογεί τα μέλη της με αρνητικό τρόπο, απλά και μόνο επειδή ανήκουν σε αυτή την ομάδα.
Η προσωπικότητα, η συμπεριφορά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε συγκεκριμένου ατόμου παίζουν πολύ μικρό ρόλο» ( Κοκκινάκη, 2005).
Ρατσισμός.
« Ο ρατσισμός είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο που υποστηρίζει τη θεωρία περί κατώτερων και ανώτερων φυλών, και προσπαθεί να διατηρήσει την καθαρότητα μιας φυλής έναντι των άλλων. Είναι ένα πλέγμα αντιλήψεων, στάσεων, συμπεριφορών και θεσμοθετημένων μέτρων που εξαναγκάζει ορισμένους ανθρώπους σε υποτελή διαβίωση, επειδή ανήκουν σε μια διακριτή κατηγορία ανθρώπων»
Η αντίληψη αυτή μεταδίδεται από το γονιό στο παιδί πολλές φορές ασυνείδητα, και έτσι αναπαράγεται και διευρύνεται στο χώρο του σχολείου.
Ο Bryam (1992) αναφέρει ότι σύμφωνα με τους Midgley και Benedict τα παιδιά αναπτύσσουν ένα πολιτισμικό εγωκεντρισμό και δεν αποδέχονται τους αλλοδαπούς μαθητές με την απλή έννοια, τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί σε άλλη χώρα, sτο πλαίσιο μιας κοινωνίας που θεωρούν δική τους ( Bryam, 1992).
Σύμφωνα με την Ντάνου (2010, 177) « στην ελληνική σχολική πραγματικότητα γίνεται συχνά η χρήση του όρου λεκτική βία ή λεκτικός εκφοβισμός ή λεκτική ψυχολογική βία, που είναι η συστηματική χρήση βίας με σκοπό την προσβολή και τον αποκλεισμό του θύματος από την ομάδα.
Η άσκηση τέτοιας μορφής βίας παρατηρείται κυρίως εναντίον αλλοδαπών μαθητών. Ονομάζεται λεκτική ρατσιστική βία και έχει ως αποτέλεσμα το στιγματισμό και την περιθωριοποίηση τους».
* Χάρης Αντωνίου
Εγγεγραμμένος Σχολικός Ψυχολόγος
Τηλέφωνο 99829972